Anonymous

ἀπαγριόομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαγριόομαι:''' παρακ. <i>-ηγρίωμαι</i>, Παθ., [[γίνομαι]] [[άγριος]] ή αποθηριώνομαι, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπαγριόομαι:''' παρακ. <i>-ηγρίωμαι</i>, Παθ., [[γίνομαι]] [[άγριος]] ή αποθηριώνομαι, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαγριόομαι:''' <b class="num">1)</b> становиться диким, дичать Soph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> раздражаться, приходить в ярость (ὑπὸ συμφορῶν ἀπηγριωμένος τὴν ψυχήν Plut.).
}}
}}