Anonymous

ἀντωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντωνέομαι:''' παρατ. <i>-εωνούμην</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αγοράζω]] αντί άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφέρω]] μεγαλύτερη [[τιμή]], <i>ἀλλήλοις</i>, σε Λυσ.· <i>ὁ ἀντωνούμενος</i>, ο [[αντίπαλος]] [[αγοραστής]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀντωνέομαι:''' παρατ. <i>-εωνούμην</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αγοράζω]] αντί άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφέρω]] μεγαλύτερη [[τιμή]], <i>ἀλλήλοις</i>, σε Λυσ.· <i>ὁ ἀντωνούμενος</i>, ο [[αντίπαλος]] [[αγοραστής]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντωνέομαι:''' <b class="num">1)</b> покупать взамен Xen., Men.;<br /><b class="num">2)</b> участвовать в торгах, соперничать в купле, надбавлять цену (ἀ. ἀλλήλοις Lys.; ταῖς τιμαῖς ἀ. Plut.): ὁ ἀντωνούμενος Dem. участник торгов.
}}
}}