Anonymous

ἀντονομάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντονομάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ονομάζω]] αντί άλλου, [[αποκαλώ]] με καινούριο όνομα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντονομάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ονομάζω]] αντί άλλου, [[αποκαλώ]] με καινούριο όνομα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντονομάζω:''' <b class="num">1)</b> переименовывать: τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς πατρίδος ἀντωνόμασεν Thuc. по имени (своей) родины он переименовал город в Мессену;<br /><b class="num">2)</b> рит. пользоваться антономасиями (γνωμοτυπεῖν καὶ ἀ. Arph.);<br /><b class="num">3)</b> грам. употреблять местоимения.
}}
}}