Anonymous

ἀπαξιόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απορρίπτω]], [[αποκηρύσσω]] ως ανάξιο, [[αποποιούμαι]], <i>τι</i> ή <i>τινά</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀπαξιόω]] τί τινος, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ανάξιο για κάποιον, σε Λουκ. — Μέσ., αποκηρύσσομαι, αποπέμπομαι από το [[σπίτι]] μου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπαξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απορρίπτω]], [[αποκηρύσσω]] ως ανάξιο, [[αποποιούμαι]], <i>τι</i> ή <i>τινά</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀπαξιόω]] τί τινος, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ανάξιο για κάποιον, σε Λουκ. — Μέσ., αποκηρύσσομαι, αποπέμπομαι από το [[σπίτι]] μου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαξιόω:''' <b class="num">1)</b> считать недостойным (τινα Eur.; τί и τινά τινος Arst., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> относиться с пренебрежением, презирать, с презрением отвергать (τινα и τι Thuc., Polyb.; ἀνταγωνιστήν τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. не удостаивать (τινά τινος Aesch.): ἀ. ἑαυτοὺς καταμιγνύναι τινί Plut. считать ниже своего достоинства общение с кем-л.
}}
}}