Anonymous

ἀνώδυνος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώδῠνος:''' -ον ([[ὀδύνη]]),<br /><b class="num">I.</b> απαλλαγμένος από πόνο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που καταπραΰνει τον πόνο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνώδῠνος:''' -ον ([[ὀδύνη]]),<br /><b class="num">I.</b> απαλλαγμένος από πόνο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που καταπραΰνει τον πόνο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώδῠνος:''' <b class="num">1)</b> не чувствующий боли (sc. [[Φιλοκτήτης]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> болеутоляющий ([[φάρμακον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> не причиняющий боли, безболезненный ([[ἁμάρτημα]] Arst.).
}}
}}