3,258,334
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαίδευτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει λάβει [[εκπαίδευση]], σε Ευρ., Πλάτ.· με γεν., αυτος που δεν έχει ασκηθεί ή λάβει [[καθοδήγηση]] σε [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αμαθής]], [[αδαής]], [[αγροίκος]], [[άξεστος]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>ἀπαιδεύτως ἔχειν</i>, στερούμαι εκπαιδεύσεως, δεν έχω λάβει [[παιδεία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀπαίδευτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει λάβει [[εκπαίδευση]], σε Ευρ., Πλάτ.· με γεν., αυτος που δεν έχει ασκηθεί ή λάβει [[καθοδήγηση]] σε [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αμαθής]], [[αδαής]], [[αγροίκος]], [[άξεστος]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>ἀπαιδεύτως ἔχειν</i>, στερούμαι εκπαιδεύσεως, δεν έχω λάβει [[παιδεία]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαίδευτος:''' <b class="num">1)</b> невоспитанный, необразованный (Eur., Plat., Arst.; τινος Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невежественный, грубый ([[τύραννος]] Plat.; [[μαρτυρία]] Aeschin.). | |||
}} | }} |