Anonymous

ἀπαμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰμείβομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπημείφθην</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἀπάμειπτο</i>· αποθ., [[αποκρίνομαι]], [[απαντώ]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀπᾰμείβομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπημείφθην</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἀπάμειπτο</i>· αποθ., [[αποκρίνομαι]], [[απαντώ]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαμείβομαι:''' (aor. ἀπημείφθην, 3 л. sing. ppf. ἀπάμειπτο) заявлять в ответ, отвечать (ἀπαμειβόμενος προσέφη Hom.; [[ὧδε]] [[ἀπημείφθη]] Xen.; ἀ. τινα τοιῷδε μύθῳ Theocr.).
}}
}}