Anonymous

ἀνταπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] ή [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''ἀνταπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] ή [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταπολαμβάνω:''' получать взамен или в воздаяние (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; [[χάριν]] Dem.).
}}
}}