Anonymous

ἀπανθρακόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπανθρακόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κατακαίω]] [[κάτι]] ώσπου να μεταβληθεί σε [[κάρβουνο]], [[απανθρακώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπανθρακόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κατακαίω]] [[κάτι]] ώσπου να μεταβληθεί σε [[κάρβουνο]], [[απανθρακώνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπανθρᾰκόω:''' превращать в уголь, обугливать (τινα Luc.).
}}
}}