Anonymous

ἀπαριθμέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συναριθμώ]], με [[προσοχή]] ανά ένα, [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[υπολογίζω]] ή [[πληρώνω]] [[πάλι]], [[αποδίδω]] [[οφειλή]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συναριθμώ]], με [[προσοχή]] ανά ένα, [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[υπολογίζω]] ή [[πληρώνω]] [[πάλι]], [[αποδίδω]] [[οφειλή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰριθμέω:''' <b class="num">1)</b> пересчитывать, учитывать (ὄχλον Xen.; πάντα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отсчитывать, платить (χρήματα διπλάσια Xen.);<br /><b class="num">3)</b> перечислять (τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> пересказывать, рассказывать (τοὺς τυχόντας μύθους Arst.).
}}
}}