Anonymous

ἀπαυτοματίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαυτοματίζω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[μόνος]] μου, [[παράγω]] αυτόματα ή αυτοπροαίρετα.
|mltxt=[[ἀπαυτοματίζω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[μόνος]] μου, [[παράγω]] αυτόματα ή αυτοπροαίρετα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαυτομᾰτίζω:''' действовать самостоятельно, самопроизвольно Plut.
}}
}}