3,277,243
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀξίωμα:''' -ατος, τό ([[ἀξιόω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό για το οποίο [[κάποιος]] θεωρείται [[άξιος]], [[τιμή]], σε Ευρ.· <i>γάμων ἀξ</i>., [[τιμή]] γάμου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμή]], [[εκτίμηση]], [[φήμη]], Λατ. [[dignitas]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[τάξη]], [[θέση]], σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, αξία, [[ποιότητα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτό που θεωρείται κατάλληλο, [[σκέψη]], [[απόφαση]], [[σκοπός]], [[επιδίωξη]], σε Σοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στα Μαθηματικά, αυταπόδεικτο [[θεώρημα]], [[αξίωμα]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ἀξίωμα:''' -ατος, τό ([[ἀξιόω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό για το οποίο [[κάποιος]] θεωρείται [[άξιος]], [[τιμή]], σε Ευρ.· <i>γάμων ἀξ</i>., [[τιμή]] γάμου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμή]], [[εκτίμηση]], [[φήμη]], Λατ. [[dignitas]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[τάξη]], [[θέση]], σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, αξία, [[ποιότητα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτό που θεωρείται κατάλληλο, [[σκέψη]], [[απόφαση]], [[σκοπός]], [[επιδίωξη]], σε Σοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στα Μαθηματικά, αυταπόδεικτο [[θεώρημα]], [[αξίωμα]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀξίωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> ценность, (высокое) качество (οὐ τὸ [[πλῆθος]], ἀλλὰ τὸ ἀ. Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> почет, честь, уважение (ἀ. ἔχων [[ἀνήρ]] Eur.): [[ἄκυρον]] ποιεῖν τὸ ἀ. τινος Xen. поколебать чей-л. авторитет; οἱ ἐν ἀξιώματι Thuc., Plut. уважаемые лица;<br /><b class="num">3)</b> слава, репутация (ἀ. ἔχοντες ἀρετῆς Arst.; τῆς νίκης Plut.);<br /><b class="num">4)</b> положение, звание, пост, ранг (ἀ. βασιλικὸν ἔχειν Plut.);<br /><b class="num">5)</b> намерение, решение (δαιμόνων Soph.; τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα Dem.);<br /><b class="num">6)</b> предписание, требование (ἀ. μεγάλοις γράμμασι γεγραμμένον Plut.);<br /><b class="num">7)</b> утверждение, положение (κατὰ τὸ Ζήνωνος ἀ. Arst.);<br /><b class="num">8)</b> основное положение, самоочевидный принцип, аксиома (τὰ ἐν τοῖς μαθήμασι ἀξιώματα Arst.). | |||
}} | }} |