Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπαραχώρητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαραχώρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[ανεπίτρεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποχωρεί, ο [[σταθερός]] στις αποφάσεις του, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαραχώρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[ανεπίτρεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποχωρεί, ο [[σταθερός]] στις αποφάσεις του, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαραχώρητος:''' не отступающий, неуступчивый, стойкий Polyb., Plut.
}}
}}