Anonymous

ἀπεριόριστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπεριόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο [[δίχως]] [[άκρη]], [[άπειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ενεργεί ή κινείται [[χωρίς]] περιορισμούς, [[ανεμπόδιστος]], [[ελεύθερος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπεριόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο [[δίχως]] [[άκρη]], [[άπειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ενεργεί ή κινείται [[χωρίς]] περιορισμούς, [[ανεμπόδιστος]], [[ελεύθερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριόριστος:''' неопределенный Sext.
}}
}}