Anonymous

ἀπέχω: Difference between revisions

From LSJ
2,149 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέχω:''' μέλ. [[ἀφέξω]] και [[ἀποσχήσω]], αόρ. βʹ [[ἀπέσχον]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] σε [[απόσταση]] ή [[μακριά]] από, [[απομακρύνω]], [[αποκρούω]], <i>τινά</i> ή <i>τί τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] [[χωριστά]], [[διαχωρίζω]]· <i>κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν</i>, οι κλείδες ξεχωρίζουν τον αυχένα από τους ώμους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαί τινος</i> ([[τμήση]] της πρόθεσης), [[κρατώ]] τα χέρια μου [[μακριά]] από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, <i>ἀπέχεσθαί τινος</i>, [[κρατώ]] τον εαυτό μου [[μακριά]] από [[κάτι]], [[εγκρατεύομαι]], [[αποφεύγω]], αποστασιοποιούμαι από [[κάτι]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., <i>ἀπέχεσθαι ποιεῖν</i> ή <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, [[αποφεύγω]] να κάνω [[κάτι]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ. στην Ενεργ., βρίσκομαι σε [[απόσταση]] ή [[μακριά]] από, με γεν. του τόπου, στον ίδ.· επίσης, [[ἀπέχω]] ἀπὸ Βαβυλῶνος κ.λπ., σε Ηρόδ.· απόλ., βρίσκομαι [[μακριά]], σε [[απόσταση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράξεις ή ενέργειες, είμαι [[μακράν]] από, <i>ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος</i>, ήταν [[μακριά]] από την [[ανακάλυψη]], σε Ηρόδ.· πλεῖστον [[ἀπέχω]] τοῦ ποιεῖν, είμαι όσο το δυνατόν [[μακράν]] του να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> έχω ή [[λαμβάνω]] [[κάτι]] πλήρες, <i>τὸν μισθόν</i>, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. <b>V</b>. απρόσ., <i>ἀπέχει</i>, αρκεί, φτάνει, είναι αρκετό, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀπέχω:''' μέλ. [[ἀφέξω]] και [[ἀποσχήσω]], αόρ. βʹ [[ἀπέσχον]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] σε [[απόσταση]] ή [[μακριά]] από, [[απομακρύνω]], [[αποκρούω]], <i>τινά</i> ή <i>τί τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] [[χωριστά]], [[διαχωρίζω]]· <i>κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν</i>, οι κλείδες ξεχωρίζουν τον αυχένα από τους ώμους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαί τινος</i> ([[τμήση]] της πρόθεσης), [[κρατώ]] τα χέρια μου [[μακριά]] από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, <i>ἀπέχεσθαί τινος</i>, [[κρατώ]] τον εαυτό μου [[μακριά]] από [[κάτι]], [[εγκρατεύομαι]], [[αποφεύγω]], αποστασιοποιούμαι από [[κάτι]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., <i>ἀπέχεσθαι ποιεῖν</i> ή <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, [[αποφεύγω]] να κάνω [[κάτι]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ. στην Ενεργ., βρίσκομαι σε [[απόσταση]] ή [[μακριά]] από, με γεν. του τόπου, στον ίδ.· επίσης, [[ἀπέχω]] ἀπὸ Βαβυλῶνος κ.λπ., σε Ηρόδ.· απόλ., βρίσκομαι [[μακριά]], σε [[απόσταση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράξεις ή ενέργειες, είμαι [[μακράν]] από, <i>ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος</i>, ήταν [[μακριά]] από την [[ανακάλυψη]], σε Ηρόδ.· πλεῖστον [[ἀπέχω]] τοῦ ποιεῖν, είμαι όσο το δυνατόν [[μακράν]] του να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> έχω ή [[λαμβάνω]] [[κάτι]] πλήρες, <i>τὸν μισθόν</i>, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. <b>V</b>. απρόσ., <i>ἀπέχει</i>, αρκεί, φτάνει, είναι αρκετό, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέχω:''' эп. тж. [[ἀπίσχω]] (fut. ἀφήξω и [[ἀποσχήσω]], aor. 2 [[ἀπέσχον]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> держать вдали, удерживать, не допускать (τινά или τί τινος Hom., Aesch.): ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἱρῶν Her. не допускаться к принесению в жертву; ἄπεχε [[φάσγανον]] Eur. убери меч; οὐδὲν ἀπέχει Plat., Plut. ничто не мешает; χεῖράς τινος ἀ. τινί Hom. не давать кому-л. прикоснуться к кому-л., но: ἀπέσχεσθαι χεῖράς τινος Aesch. не прикасаться к кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. воздерживаться, удерживаться, тж. отказываться (πολέμου Hom.; εὐνῆς HH; βαναύσων ἔργων Arst.; οἴνου Arph.; τροφῆς, ἡδονῶν Plut.; τοῦ ποιεῖν τι Xen., (τοῦ) μὴ ποιεῖν τι Thuc., Dem. и τὸ μὴ ποιεῖν τι Xen., Plat.);<br /><b class="num">3)</b> med. оставлять нетронутым, щадить (τινος Her., Xen., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> отделять, отграничивать (αὐχένα ἀπ᾽ ὤμων Hom.);<br /><b class="num">5)</b> быть удаленным, отстоять (ἒξ σταδίους τινός Thuc.; πολλῶν ἡμερῶν ὁδον Xen.): [[ἴσον]] τῶν ἐσχάτων ἀ. Plat. находиться на равном расстоянии от оконечностей;<br /><b class="num">6)</b> перен. быть далеким, не быть причастным (τοῦ ποιῆσαί τι Isocr.; med. γεωμετρίας Plat.);<br /><b class="num">7)</b> разниться, отличаться (πάντων ἀνθρώπων Xen.);<br /><b class="num">8)</b> получать сполна (ἀπόκρισιν Aeschin.; καρπὸν τῶν πονηθέντων Plut.): ἀπέχει NT довольно, кончено.
}}
}}