Anonymous

ἀπεννέπω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεννέπω:''' [[σπανίως]] ἀπ-[[ενέπω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[απαγορεύω]], σε Αισχύλ.· [[ἀπεννέπω]] τι, [[απαγορεύω]] [[κάτι]], σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., [[ἀπεννέπω]] τινὰποιεῖν ή <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, σε Ευρ.· [[ἀπεννέπω]] τινὰ θαλάμων, τον [[αποβάλλω]], τον [[εκδιώκω]] από το [[δωμάτιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποστέργω]], [[απεύχομαι]], <i>τι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπεννέπω:''' [[σπανίως]] ἀπ-[[ενέπω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[απαγορεύω]], σε Αισχύλ.· [[ἀπεννέπω]] τι, [[απαγορεύω]] [[κάτι]], σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., [[ἀπεννέπω]] τινὰποιεῖν ή <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, σε Ευρ.· [[ἀπεννέπω]] τινὰ θαλάμων, τον [[αποβάλλω]], τον [[εκδιώκω]] από το [[δωμάτιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποστέργω]], [[απεύχομαι]], <i>τι</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεννέπω:''' Eur. тж. [[ἀπενέπω]]<br /><b class="num">1)</b> запрещать (τι Soph.; τινὰ ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> запрещать или закрывать доступ, не допускать, отгонять (τινά τινος Aesch., Eur.).
}}
}}