Anonymous

ἀπερείδω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στηρίζω]], [[προσηλώνω]], [[εγκαθιδρύω]], τὴν ὄψιν [[πρός]] τι, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ. Παθ., στηρίζομαι σε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> κατά κανόνα ως Παθ., με Μέσ. μέλ. και αόρ. αʹ, [[στηρίζω]] τον εαυτό μου σε, [[ακουμπώ]], [[επαναπαύομαι]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.· <i>εἴς τι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στηρίζω]], [[προσηλώνω]], [[εγκαθιδρύω]], τὴν ὄψιν [[πρός]] τι, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ. Παθ., στηρίζομαι σε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> κατά κανόνα ως Παθ., με Μέσ. μέλ. και αόρ. αʹ, [[στηρίζω]] τον εαυτό μου σε, [[ακουμπώ]], [[επαναπαύομαι]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.· <i>εἴς τι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερείδω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> упирать, устремлять: τὴν ὄψιν πρός τι Luc. вперить взор в кого-л.; med. быть устремленным, покоиться ([[ἔνθα]] ἂν ἡ [[ὄψις]] ἀπερείδῃ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med. упираться, опираться (τινί Plat., Arst., ἔν τινι Xen., εἴς τι Plat., πρός τι Arst. и ἐπί τι Polyb.): εἴς τινα ἀ. Polyb. полагаться на кого-л.; εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζειν Polyb. считать себя в безопасности;<br /><b class="num">3)</b> med. обращать, направлять, устремлять (ὀργὴν εἴς τινα Polyb.; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὶ τὴν τύχην Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. складывать (τὴν λείαν εἰς τοιοῦτον τόπον Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> med. возлагать (ἐλπίδας εἴς τινα, τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους Polyb.).
}}
}}