Anonymous

ἀπευνάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπευνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[νανουρίζω]] κάποιον για να κοιμηθεί, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπευνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[νανουρίζω]] κάποιον για να κοιμηθεί, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπευνάζω:''' досл. усыплять, перен. унимать (κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. - v. l. ἀπ᾽ εὐνασθέντος).
}}
}}