Anonymous

ἀνώϊστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώϊστος:''' -ον ([[οἴομαι]]), [[αναπάντεχος]], [[απροσδόκητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.<br /><b class="num">• [[ἀνώϊστος]]:</b> -ον, Ιων. αντί <i>ἀν-[[οιστός]]</i>, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο [[πρόσωπο]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνώϊστος:''' -ον ([[οἴομαι]]), [[αναπάντεχος]], [[απροσδόκητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.<br /><b class="num">• [[ἀνώϊστος]]:</b> -ον, Ιων. αντί <i>ἀν-[[οιστός]]</i>, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο [[πρόσωπο]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώϊστος:''' <b class="num">1)</b> непредвиденный, неожиданный ([[κακόν]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> неведомый, непостижимый (θνητοῖσιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> незаметно идущий, неслышный ([[χρόνος]] Anth.).<br />Her. = [[ἀνοιστός]].
}}
}}