Anonymous

ἀπάλαμνος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάλαμνος:''' [πᾰ], -ον, ποιητ. αντί <i>ἀ-πάλαμος</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει χέρια, δηλ. ο [[ανίκανος]], αυτός που δεν είναι [[ικανός]] για οτιδήποτε, [[άχρηστος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμήχανος]], [[αμελής]], [[έκνομος]], [[ανόσιος]], [[παράνομος]], [[αθέμιτος]]· <i>ἔρδειν ἔργ' ἀπάλαμνα</i>, σε Σόλωνα· <i>ἀπάλαμνόν τι πάσχειν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπάλαμνος:''' [πᾰ], -ον, ποιητ. αντί <i>ἀ-πάλαμος</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει χέρια, δηλ. ο [[ανίκανος]], αυτός που δεν είναι [[ικανός]] για οτιδήποτε, [[άχρηστος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμήχανος]], [[αμελής]], [[έκνομος]], [[ανόσιος]], [[παράνομος]], [[αθέμιτος]]· <i>ἔρδειν ἔργ' ἀπάλαμνα</i>, σε Σόλωνα· <i>ἀπάλαμνόν τι πάσχειν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπάλαμνος:''' <b class="num">1)</b> досл. безрукий, перен. беспомощный, неумелый ([[ἀνήρ]] Hom., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> трудный, неодолимый (ἀπάλαμνόν τι [[παθεῖν]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> негодный, постыдный (φρένες Pind.).
}}
}}