Anonymous

ἄορ: Difference between revisions

From LSJ
94 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄορ:''' [[ἄορος]], τό ([[ἀείρω]]), [[ξίφος]] που κρέμεται από ειδική [[ζώνη]] (πρβλ. [[ἀορτήρ]]), [[ξίφος]] εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. <i>ἄορας</i>. (<i>ᾰ</i> στον τύπο <i>ἄορ</i>· [[αλλά]] στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης <i>ᾱ</i>).
|lsmtext='''ἄορ:''' [[ἄορος]], τό ([[ἀείρω]]), [[ξίφος]] που κρέμεται από ειδική [[ζώνη]] (πρβλ. [[ἀορτήρ]]), [[ξίφος]] εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. <i>ἄορας</i>. (<i>ᾰ</i> στον τύπο <i>ἄορ</i>· [[αλλά]] στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης <i>ᾱ</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄορ:''' или [[ἆορ]], [[ἄορος]] τό меч Hom., Hes.
}}
}}