Anonymous

ἀπόγειος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -αιος, -α, -ο (Α [[ἀπόγειος]], -α, -ον) [[γη]]<br />([[άνεμος]], [[αύρα]]) που πνέει από την [[ξηρά]] (για το ουδ. ως ουσ. <b>βλ.</b> <i>απόγειον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από τη Γη<br /><b>2.</b> σε [[απόσταση]] από την [[ακτή]].
|mltxt=κ. -αιος, -α, -ο (Α [[ἀπόγειος]], -α, -ον) [[γη]]<br />([[άνεμος]], [[αύρα]]) που πνέει από την [[ξηρά]] (για το ουδ. ως ουσ. <b>βλ.</b> <i>απόγειον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από τη Γη<br /><b>2.</b> σε [[απόσταση]] από την [[ακτή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόγειος:''' дующий с суши ([[ἄνεμος]] Arst., Luc.).
}}
}}