3,274,917
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπιστία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἀπιστέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έλλειψη]] πίστης ή εμπιστοσύνης, η [[δυσπιστία]], [[αμφιβολία]], [[υπόνοια]], σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπὸ ἀπιστίης μὴ [[γενέσθαι]] τι, λόγω της δυσπιστίας για το ότι είχε συμβεί [[κάτι]], σε Ηρόδ.· ἀπιστίαν ἔχειν [[περί]] τινος, [[αμφιβάλλω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἐς ἀπιστίην [[ἀπῖκται]], έχω γίνει [[αντικείμενο]] δυσπιστίας, είμαι [[αναξιόπιστος]], σε Ηρόδ.· πολλὰς ἀπιστίας [[ἔχει]], επιδέχεται πολλές αμφιβολίες, σε Πλάτ.· <i>εἰς ἀπιστίαν καταπίπτειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[έλλειψη]] πίστης, [[απιστία]], σε Σοφ.· [[δόλος]], [[προδοσία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀπιστία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἀπιστέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έλλειψη]] πίστης ή εμπιστοσύνης, η [[δυσπιστία]], [[αμφιβολία]], [[υπόνοια]], σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπὸ ἀπιστίης μὴ [[γενέσθαι]] τι, λόγω της δυσπιστίας για το ότι είχε συμβεί [[κάτι]], σε Ηρόδ.· ἀπιστίαν ἔχειν [[περί]] τινος, [[αμφιβάλλω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἐς ἀπιστίην [[ἀπῖκται]], έχω γίνει [[αντικείμενο]] δυσπιστίας, είμαι [[αναξιόπιστος]], σε Ηρόδ.· πολλὰς ἀπιστίας [[ἔχει]], επιδέχεται πολλές αμφιβολίες, σε Πλάτ.· <i>εἰς ἀπιστίαν καταπίπτειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[έλλειψη]] πίστης, [[απιστία]], σε Σοφ.· [[δόλος]], [[προδοσία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπιστία:''' ион. ἀπιστίη ἡ реже pl.<br /><b class="num">1)</b> неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> недостоверность, неправдоподобие Xen.: πολλὴν ἀπιστίαν [[ἔχει]] [[ταῦτα]] Isocr. это крайне сомнительно;<br /><b class="num">3)</b> неясность исхода, ненадежность, превратность (πολέμου Isocr.);<br /><b class="num">4)</b> неверность, вероломство (πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.). | |||
}} | }} |