Anonymous

ἀπερινόητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπερινόητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει [[νοητός]], ο [[ασύλληπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει [[κάτι]], [[αμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) πολύ [[σύντομος]], [[ανεπαίσθητος]].
|mltxt=[[ἀπερινόητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει [[νοητός]], ο [[ασύλληπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει [[κάτι]], [[αμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) πολύ [[σύντομος]], [[ανεπαίσθητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερινόητος:''' непонятный, непостижимый Diog. L.
}}
}}