Anonymous

ἀπισόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπῐσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εξισώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] ίσο με, <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ίσος]], εξισώνομαι, <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπῐσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εξισώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] ίσο με, <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ίσος]], εξισώνομαι, <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπῐσόω:''' делать равным, уравнивать (τινά τινι Plut., Luc.): ἀπισοῦσθαί τινι τῇ ἀξίῃ Her. делаться равноценным чему-л.
}}
}}