Anonymous

ἀποκναίω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκναίω:''' Αττ. -[[κνάω]], απαρ. -κνᾶν, αόρ. αʹ <i>-έκναισα</i>· [[κατατρύχω]], [[παρενοχλώ]] κάποιον, τον [[ταράζω]] υπερβολικά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, στον ίδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀποκναίω:''' Αττ. -[[κνάω]], απαρ. -κνᾶν, αόρ. αʹ <i>-έκναισα</i>· [[κατατρύχω]], [[παρενοχλώ]] κάποιον, τον [[ταράζω]] υπερβολικά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, στον ίδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκναίω:''' и [[ἀποκνάω]] досл. растирать до крови, расцарапывать, перен. донимать, удручать, терзать, мучить (τινα Arph., Plat., Men.; τὰ [[ὦτα]] Plut.; τινὰ ἀηδίᾳ Dem., λαλιᾷ Plut.; χρημάτων εἰσφοραῖς καὶ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen.).
}}
}}