3,258,463
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκναίω:''' Αττ. -[[κνάω]], απαρ. -κνᾶν, αόρ. αʹ <i>-έκναισα</i>· [[κατατρύχω]], [[παρενοχλώ]] κάποιον, τον [[ταράζω]] υπερβολικά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, στον ίδ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀποκναίω:''' Αττ. -[[κνάω]], απαρ. -κνᾶν, αόρ. αʹ <i>-έκναισα</i>· [[κατατρύχω]], [[παρενοχλώ]] κάποιον, τον [[ταράζω]] υπερβολικά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, στον ίδ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκναίω:''' и [[ἀποκνάω]] досл. растирать до крови, расцарапывать, перен. донимать, удручать, терзать, мучить (τινα Arph., Plat., Men.; τὰ [[ὦτα]] Plut.; τινὰ ἀηδίᾳ Dem., λαλιᾷ Plut.; χρημάτων εἰσφοραῖς καὶ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen.). | |||
}} | }} |