Anonymous

ἀποδιοπομπέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδιοπομπέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ. (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]), [[αποτρέπω]] επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον [[Δία]], [[εξορκίζω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποδιοπομπέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ. (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]), [[αποτρέπω]] επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον [[Δία]], [[εξορκίζω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδιοπομπέομαι:''' <b class="num">1)</b> отвращать опасность посредством жертвоприношения Зевсу Plat.;<br /><b class="num">2)</b> отвергать, отклонять, отбрасывать прочь, удалять от себя (τι и τινα [[ὥσπερ]] κῆρας ἐπαγωγίμους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> подвергать (ритуальному) очищению Lys., Plat.
}}
}}