Anonymous

ἀπολαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολαγχάνω:''' μέλ. <i>—λήξομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκτώ]] με κλήρο [[μερίδιο]] ενός πράγματος, [[τῶν]] κτημάτων τὸ [[μέρος]] [[ἀπολαγχάνω]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[αποκτώ]], μου λαχαίνει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποτυγχάνω]] στην [[κλήρωση]], σε Πλούτ.· γενικά, έχω στερηθεί τα πάντα, είμαι απερημωμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπολαγχάνω:''' μέλ. <i>—λήξομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκτώ]] με κλήρο [[μερίδιο]] ενός πράγματος, [[τῶν]] κτημάτων τὸ [[μέρος]] [[ἀπολαγχάνω]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[αποκτώ]], μου λαχαίνει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποτυγχάνω]] στην [[κλήρωση]], σε Πλούτ.· γενικά, έχω στερηθεί τα πάντα, είμαι απερημωμένος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολαγχάνω:''' (fut. [[ἀπολήξομαι]], aor. 2 ἀπέλᾰχον)<br /><b class="num">1)</b> получать по жребию (τῶν κτημάτων τὸ [[μέρος]] Her.): [[ἀπολαχεῖν]] κριτήν Lys. быть избранным по жребию в судьи;<br /><b class="num">2)</b> получать (οἴκων πατρός τι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> терпеть неудачу, оставаться ни с чем Eur., Plut.
}}
}}