Anonymous

ἀποκληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποκληρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[αποκλήρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην [[τύχη]]<br /><b>2.</b> «[[ἀποκληρωτικός]] [[λόγος]]» — ο [[ασαφής]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποκληρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[αποκλήρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην [[τύχη]]<br /><b>2.</b> «[[ἀποκληρωτικός]] [[λόγος]]» — ο [[ασαφής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκληρωτικός:''' зависящий от жребия, случайный Sext.
}}
}}