Anonymous

ἀποκηδέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκηδέω:''' Δωρ. κᾶδεω, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποβάλλω]] τις φροντίδες, είμαι [[ξέγνοιαστος]], [[αμέριμνος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀποκηδέω:''' Δωρ. κᾶδεω, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποβάλλω]] τις φροντίδες, είμαι [[ξέγνοιαστος]], [[αμέριμνος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκηδέω:''' быть нерадивым, лениться Hom.
}}
}}