Anonymous

ἀποκερματίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκερμᾰτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[ανταλλάσσω]] μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., [[ἀποκερματίζω]] τὸν βίον, [[δαπανώ]], [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] μου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποκερμᾰτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[ανταλλάσσω]] μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., [[ἀποκερματίζω]] τὸν βίον, [[δαπανώ]], [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] μου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκερμᾰτίζω:''' досл. разменивать на мелочи, перен. расходовать на пустяки, расточать (τὸν βίον Anth.).
}}
}}