Anonymous

ἀποπατέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, υποτ. αορ. αʹ <i>-πατήσω</i>· [[αποχωρώ]] από την οδό, [[παραμερίζω]] για να ικανοποιήσω τη [[φυσική]] μου [[ανάγκη]], [[αφοδεύω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, υποτ. αορ. αʹ <i>-πατήσω</i>· [[αποχωρώ]] από την οδό, [[παραμερίζω]] για να ικανοποιήσω τη [[φυσική]] μου [[ανάγκη]], [[αφοδεύω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπᾰτέω:''' (fut. ἀποπατήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> ventrem exonerare Arph.;<br /><b class="num">2)</b> извергать из организма (τι Arph.).
}}
}}