3,276,932
edits
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπακρῑβόομαι:''' Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> κατασκευάζομαι ή [[γίνομαι]] από κάποιον με [[μεγάλη]] [[ακριβολογία]] και [[επιμονή]] στη [[λεπτομέρεια]], έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί [[τέλειος]], σε Πλάτ., Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως Μέσ., [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, σε Ανθ., Λουκ. | |lsmtext='''ἀπακρῑβόομαι:''' Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> κατασκευάζομαι ή [[γίνομαι]] από κάποιον με [[μεγάλη]] [[ακριβολογία]] και [[επιμονή]] στη [[λεπτομέρεια]], έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί [[τέλειος]], σε Πλάτ., Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως Μέσ., [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, σε Ανθ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπακρῑβόομαι:''' подвергаться тщательной отделке ([[λόγος]] ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἡ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.): ἀπηκριβῶσθαι πρός τι Plat., Plut. быть вполне подготовленным к чему-л. | |||
}} | }} |