Anonymous

ἀπακριβόομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπακρῑβόομαι:''' Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> κατασκευάζομαι ή [[γίνομαι]] από κάποιον με [[μεγάλη]] [[ακριβολογία]] και [[επιμονή]] στη [[λεπτομέρεια]], έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί [[τέλειος]], σε Πλάτ., Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως Μέσ., [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, σε Ανθ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀπακρῑβόομαι:''' Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> κατασκευάζομαι ή [[γίνομαι]] από κάποιον με [[μεγάλη]] [[ακριβολογία]] και [[επιμονή]] στη [[λεπτομέρεια]], έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί [[τέλειος]], σε Πλάτ., Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως Μέσ., [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, σε Ανθ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπακρῑβόομαι:''' подвергаться тщательной отделке ([[λόγος]] ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἡ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.): ἀπηκριβῶσθαι πρός τι Plat., Plut. быть вполне подготовленным к чему-л.
}}
}}