Anonymous

ἀποπλανάω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπλᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = το προηγ., [[εκτρέπω]] κάποιον από το δρόμο του, σε Αισχίν.· μεταφ., [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀποπλᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = το προηγ., [[εκτρέπω]] κάποιον από το δρόμο του, σε Αισχίν.· μεταφ., [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπλᾰνάω:''' <b class="num">1)</b> уводить в сторону, отклонять (τινα ἀπὸ τῆς ὑποθεσεως Aeschin., Polyb.; λόγον Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. уходить или улетать далеко (σφῆκες ἀποπλανῶνται Arst.; [[μακράν]] Plut.); перен. уходить в сторону, отклоняться (τοῦ ὑποθέσεως Isocr.; τοῦ λόγου Luc.; τῶν πραγμάτων Plut.).
}}
}}