Anonymous

ἀποπειράζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπειράζω:''' Arst. = [[ἀποπειράω]].
}}
}}