Anonymous

ἀποξενόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποξενόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απομακρύνω]] κάποιον από το [[σπίτι]] και την [[πατρίδα]] του, [[απελαύνω]], [[εξορίζω]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>γῆς ἀποξενοῦσθαι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀποξενόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απομακρύνω]] κάποιον από το [[σπίτι]] και την [[πατρίδα]] του, [[απελαύνω]], [[εξορίζω]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>γῆς ἀποξενοῦσθαι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποξενόω:''' <b class="num">1)</b> отправлять в изгнание, изгонять (τινα τῆς πατρίδος Plut.; [[ἔξω]] τῆς οἰκείας Arst.; γῆς πατρῴας ἀποξενοῦσθαι Eur.): τῆς αὐτῶν ἀποξενωθέντες Plut. изгнанные из своего отечества;<br /><b class="num">2)</b> делать чуждым: ἀ. ἑαυτόν τινος Luc. чуждаться чего-л.
}}
}}