ἄπνευστος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπνευστος:''' -ον ([[πνέω]]), αυτός που δεν αναπνέει, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἄπνευστος:''' -ον ([[πνέω]]), αυτός που δεν αναπνέει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπνευστος:''' бездыханный Hom., Theocr.
}}
}}