Anonymous

ἀποσαρκόομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(6_20)
(1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσαρκόομαι''': παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ [[σάρξ]] καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) [[γίνομαι]] [[σάρξ]], ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἀποτίθημι]] τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ.
|lstext='''ἀποσαρκόομαι''': παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ [[σάρξ]] καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) [[γίνομαι]] [[σάρξ]], ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἀποτίθημι]] τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσαρκόομαι:''' (о мышечной ткани) восстанавливаться, разрастаться ([[σάρξ]] ἀποσαρκοῦται Arst.).
}}
}}