Anonymous

ἀποπροτέμνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπροτέμνω:''' (part. aor. 2 ἀποπροταμών) отрезывать (τινός Hom.).
}}
}}