Anonymous

ἀπορρέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορρέω:''' μέλ. και αόρ. βʹ στους Παθ. τύπους <i>ἀπορρῠήσομαι</i>, [[ἀπερρύην]], μτχ. <i>ἀπορρυείς</i>·<br /><b class="num">I.</b> ρέω ή εκχέομαι, εκπηγάζω από, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Ηρόδ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]], όπως οι καρποί, τα φτερά, τα φύλλα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλείπω]], [[πεθαίνω]], [[σβήνω]] από τη [[μνήμη]] των άλλων, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπορρέω:''' μέλ. και αόρ. βʹ στους Παθ. τύπους <i>ἀπορρῠήσομαι</i>, [[ἀπερρύην]], μτχ. <i>ἀπορρυείς</i>·<br /><b class="num">I.</b> ρέω ή εκχέομαι, εκπηγάζω από, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Ηρόδ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]], όπως οι καρποί, τα φτερά, τα φύλλα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλείπω]], [[πεθαίνω]], [[σβήνω]] από τη [[μνήμη]] των άλλων, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπορρέω:''' (fut. ἀπορρυήσομαι, aor. 2 [[ἀπερρύην]])<br /><b class="num">1)</b> вытекать, стекать (ἐκ κρήνης Plat.; αἵματα ἀπορρυέντα Aesch.): τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἀπορρέον Her. вытекающий из плода сок;<br /><b class="num">2)</b> падать вниз, спадать (τοῦ ἵππου Plut.); выпадать, опадать (τὰ πτερὰ Plat. или τὰ φύλλα ἀπορρεῖ Dem., Arst.; ἀπορρυῆναι τῆς κεφαλῆς Plut.; [[τρίχες]] ἀπορρυεῖσαι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> выходить, вырываться, валить (λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπορρέουσα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> пропадать (ἀπορρεῖ μνῆστίς τινος Soph.);<br /><b class="num">5)</b> уходить, удаляться ([[ἀπό]] τινος Polyb.; τῆς αὐλῆς Plut.): ἀ. [[ἀλλήλων]] Plat. расходиться, расставаться.
}}
}}