Anonymous

ἀποδακρύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδακρύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> λύνομαι στο [[κλάμα]] για [[κάτι]], [[θρηνώ]] [[γοερά]] για, <i>τινά</i>, σε Πλάτ.·<br /><b class="num">2.</b> [[ἀποδακρύω]] γνώμην, έκλαψα [[παρά]] τη [[γνώμη]] μου, δηλ. [[χωρίς]] να το [[θέλω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποδακρύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> λύνομαι στο [[κλάμα]] για [[κάτι]], [[θρηνώ]] [[γοερά]] για, <i>τινά</i>, σε Πλάτ.·<br /><b class="num">2.</b> [[ἀποδακρύω]] γνώμην, έκλαψα [[παρά]] τη [[γνώμη]] μου, δηλ. [[χωρίς]] να το [[θέλω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδακρύω:''' <b class="num">1)</b> рыдать (по), оплакивать (τινά и τι Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> плакать, рыдать Arph.;<br /><b class="num">3)</b> источать, струить (πίσσαν καὶ ῥητίνην Plut.);<br /><b class="num">4)</b> вызывать слезы (τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Luc.).
}}
}}