Anonymous

ἀποτιμάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτῑμάω:''' <b class="num">1)</b> отказывать в почтении, пренебрегать, презирать HH;<br /><b class="num">2)</b> med. оценивать: διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. назначив цену в две мины; πλειόνων χρημάτων ἀποτετιμημένος Dem. оцененный выше;<br /><b class="num">3)</b> брать ссуду под залог имущества, закладывать имущество Dem.;<br /><b class="num">4)</b> med. брать в залог, давать ссуду под залог Dem.
}}
}}