Anonymous

ἀποσκίδναμαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκίδνᾰμαι:''' Παθ., είμαι διασκορπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, [[ἀποσκίδναμαι]] ἔς τι, διασκορπίζομαι για να εξυπηρετήσω ένα σκοπό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποσκίδνᾰμαι:''' Παθ., είμαι διασκορπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, [[ἀποσκίδναμαι]] ἔς τι, διασκορπίζομαι για να εξυπηρετήσω ένα σκοπό, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκίδνᾰμαι:''' (только inf. ἀποσκίδνασθαι и part. ἀποσκιδνάμενος) рассеиваться, расходиться врозь Hom., Her., Thuc., Plut.
}}
}}