Anonymous

ἀπηγορέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(6_14)
(1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπηγορέομαι''': Μέσ. [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ [[ἀπολογέομαι]], Ἀριστ. Πρβλ. 29. 13, 1.
|lstext='''ἀπηγορέομαι''': Μέσ. [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ [[ἀπολογέομαι]], Ἀριστ. Πρβλ. 29. 13, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπηγορέομαι:''' говорить в свою защиту, оправдываться Arst.
}}
}}