Anonymous

ἀπρόοπτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόοπτος:''' -ον ([[προόψομαι]], μέλ. του [[προοράω]]), [[απρόβλεπτος]], αυτός τον οποίον δεν μπορεί [[κάποιος]] να προβλέψει, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπρόοπτος:''' -ον ([[προόψομαι]], μέλ. του [[προοράω]]), [[απρόβλεπτος]], αυτός τον οποίον δεν μπορεί [[κάποιος]] να προβλέψει, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόοπτος:''' непредвиденный ([[πῆμα]] Aesch.).
}}
}}