Anonymous

ἀποπρίω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]] με το [[πριόνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀποπρίω]]:</b> συνηρ. αντί <i>ἀποπρίασο</i>, βλ. [[ἀποπρίασθαι]].
|lsmtext='''ἀποπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]] με το [[πριόνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀποπρίω]]:</b> συνηρ. αντί <i>ἀποπρίασο</i>, βλ. [[ἀποπρίασθαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπρίω:''' <b class="num">I</b> (ῑ) отпиливать (τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.).<br /><b class="num">II</b> imper. aor. к [[ἀποπρίασθαι]].
}}
}}