Anonymous

ἀποσκυδμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(5)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκυδμαίνω]] και -σκύζω) [[σκυδμαίνω]]<br />[[είμαι]] υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκυδμαίνω]] και -σκύζω) [[σκυδμαίνω]]<br />[[είμαι]] υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκυδμαίνω:''' сердиться, гневаться (τινί Hom.).
}}
}}