Anonymous

ἀποσυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσῡρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σφυρίζω]] ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., [[ψιθυρίζω]] και ο [[ψίθυρος]] ηχεί ως [[σφύριγμα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποσῡρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σφυρίζω]] ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., [[ψιθυρίζω]] και ο [[ψίθυρος]] ηχεί ως [[σφύριγμα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσῡρίζω:''' <b class="num">1)</b> свистеть, посвистывать HH;<br /><b class="num">2)</b> pass. насвистываться, т. е. раздаваться (о птичьем пении) (ἀπὸ τῶν κλάδων [[μέλη]] ἀπεσυρίζετο Luc.).
}}
}}