Anonymous

ἄπλετος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλετος:''' -ον, [[απεριόριστος]], [[άπειρος]], [[απέραντος]], [[αναρίθμητος]], σε Ηρόδ., Αττ. (πιθ. από √<i>ΠΛΕ</i>, [[πίμπλημι]], [[άπειρος]], απροσμέτρητος).
|lsmtext='''ἄπλετος:''' -ον, [[απεριόριστος]], [[άπειρος]], [[απέραντος]], [[αναρίθμητος]], σε Ηρόδ., Αττ. (πιθ. από √<i>ΠΛΕ</i>, [[πίμπλημι]], [[άπειρος]], απροσμέτρητος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπλετος:''' <b class="num">1)</b> безмерный, огромный ([[ὕψος]] Emped.; [[δόξα]] Pind.; [[ἅλες]] Her.; [[μάχη]] Plut.; [[βάρος]] Soph.; ἐτῶν περίοδοι Plut.): ἄ. τὸ [[πάχος]] Arst. громадной толщины;<br /><b class="num">2)</b> бесчисленный, несметный ([[πλῆθος]] Arst.; [[σκάφη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> сильнейший, обильный ([[χιών]] Xen.).
}}
}}