Anonymous

ἀπουρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπουρίζω:''' Επικ. αντί <i>ἀφ-[[ορίζω]]</i>· Επικ. μέλ. <i>ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας</i>, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν <i>ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι</i> (από <i>ἀπ-αυράω</i>), θα αφαιρέσουν.
|lsmtext='''ἀπουρίζω:''' Επικ. αντί <i>ἀφ-[[ορίζω]]</i>· Επικ. μέλ. <i>ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας</i>, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν <i>ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι</i> (από <i>ἀπ-αυράω</i>), θα αφαιρέσουν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπουρίζω:''' (только 3 л. pl. fut. ἀπουρίσσουσιν) смешать границы, т. е. убавлять (ἀρούρας Hom.).
}}
}}